Με αφορμή τα σχόλια στο άρθρο «Παλιές καλές DOS εντολές… » ( http://www.log.gr/read.cfm?id=646#wcoms ) σκέφτηκα να γράψω μερικά, ιστορικά πλέον, πραγματάκια για την εποχή που πρωτοξεκίνησα να δουλεύω με προσωπικούς υπολογιστές.
Καταρχήν ο πρώτος υπολογιστής που είχα αγοράσει κάπου στο ’84 – ’85 και πρέπει να έχω ακόμα φυλαγμένο σε κάτι ντουλάπια, ήταν ο Commodore 64, αν θυμάμαι καλά με κόστος περίπου 55.000 δρχ (160 €) χωρίς οθόνη, μετά από αρκετό ψάξιμο της τότε αγοράς όπου τα μηχανήματα που πουλούσαν περισσότερο στην αγορά ήταν τρία (3):
1) Spectrum ZX
2) Commodore 64
3) Amstrad CPC 6128
Η παραπάνω ταξινόμηση έγινε βάση της τιμής του κάθε υπολογιστή εκείνης την εποχή. Δηλαδή ο φθηνότερος ήταν ο Spectrum και ο ακριβότερος ο Amstrad 6128. Βέβαια κυκλοφορούσαν και κάτι άλλα μοντέλα τα οποία όμως δεν πουλούσαν τόσο πολύ όσο τα τρία παραπάνω, όπως για παράδειγμα ο Dragon 32 και 64, κάποια Texas Instruments, oric atmos, Amstrad 464 κ.α. Αργότερα κυκλοφόρησε και Commodore 128 και η Amiga 500 (και έπειτα 1000) που ήταν ένας εξελιγμένος Commodore 64 με πολύ καλύτερο ήχο και γραφικά, ο οποίος είτε το πιστεύετε είτε όχι έχει ακόμα φανατικούς οπαδούς που τον χρησιμοποιούν είτε για υποτιτλισμό ταινιών που τότε τον θεωρούσαν κορυφαίο, είτε για σύνθεση μουσικής, είτε ακόμα και για σερφάρισμα στο διαδίκτυο 🙂
Προσωπικά ο πρώτος υπολογιστής που είδα και ενθουσιάστηκα δεν ήταν ο Commodore αλλά ένας ZX Spectrum που μας είχε δανείσει ένας φίλος μαζί με μερικές κασέτες (ναι κασέτες) με παιχνίδια για κανένα μήνα και τον είχαμε στο σπίτι συνδεμένο στην τηλεόραση και παίζαμε… Το καλό με τους υπολογιστές τότε, ήταν πως δεν χρειαζόσουν ειδικό monitor αλλά γινόταν σύνδεση απευθείας στην τηλεόραση αφού συνήθως υποστήριζαν χαμηλές αναλύσεις.
Οι «κόντρες» που γινόταν τότε είχαν να κάνουν ασφαλώς με τα γραφικά, τον ήχο και στις Basic, δηλαδή τις γλώσσες προγραμματισμού που είχαν ενσωματωμένες στην μνήμη τους οι τότε υπολογιστές, αλλά και στα περιφερειακά τους με μικρότερη όμως «ένταση».
Να εξηγήσω πως το 64 δίπλα στον Commodore αναφέρετε στην μνήμη του υπολογιστή και ασφαλώς δεν μιλάμε για MegaBytes αλλά KiloBytes. Δηλαδή το μοντέλο C= 64 είχε 64 kilobytes RAM, ο Amstrad 6128 είχε 128 kb και ο Spectrum ΖΧ έβγαινε σε 16 στην αρχή και μετά με 48kb, μοντέλο που πούλησε και περισσότερο. Επίσης οι υπολογιστές δεν είχαν σκληρούς δίσκους στις βασικές τους συνθέσεις αλλά ειδικά κασετόφωνα ο Spectrum και ο Commodore και floppy drive 3 1/5 ο Amstrad. Βέβαια κυκλοφορούσαν διάφορα περιφερειακά όπως εκτυπωτές, drives, και ασφαλώς σκληροί δίσκοι που τους αγόρασες όμως ξεχωριστά και εννοείται πως είχαν μικρές χωρητικότητες της τάξης των λίγων MB.
Προσωπικά αργότερα είχα αγοράσει και μεταχειρισμένο floppy drive 5 1/4 ΔΙΠΛΗΣ όψης (Double-sided) που σημαίνει ότι έβαζες την δισκέτα 5 1/2 ιντσών (δηλαδή περίπου τριπλάσιου μεγέθους από την σημερινή 3 1/2 ) και από τις δυο πλευρές 🙂 Την έβαζες από τη μια, έγραφες, την γυρνούσες από την άλλη και ξαναέγραφες 🙂 με συνολική χωρητικότητα αν θυμάμαι καλά περίπου 320 Kb.
Εννοείται πως για να φορτώσεις ένα παιχνίδι στον Commodore από την κασέτα περίμενες αρκετή ώρα ακούγοντας κάτι περίεργους ήχους και βλέποντας στην οθόνη κάτι οριζόντιες γραμμές διαφορετικού πάχους και αποχρώσεων που γέμιζαν την οθόνη όσο φόρτωνε. Αν έβλεπες ότι δεν εμφανιζόταν πλέον οι γραμμές αυτές και δεν ακουγόταν ήχοι πολύ πιθανό να είχε κολλήσει και να έπρεπε να τον κάνεις Reset και να ξαναδοκιμάσεις. Παρόμοια διαδικασία γινόταν και στους Spectrum και Amstrad με σαφέστατα γρηγορότερο τον Amstrad αφού είχε floppy drive και περισσότερη μνήμη.
Το καλό ήταν πως και οι τρεις είχαν ουσιαστικά ενσωματωμένο στη μνήμη το «λειτουργικό» τους σύστημα, έτσι με το που τους άνοιγες σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ήσουν έτοιμος να «δουλέψεις».
Οι επεξεργαστές που είχαν τότε τα 3 αυτά μηχανήματα ήταν:
– Spectrum ZX τον Zilog Z80 A στα 3.5 MHz
– Commodore 64 τον 6510 στο 1 περίπου MHz
– Amstrad 6128 τον Zilog Z80 στα 4 MHz.
Ο Commodore όμως παρόλο που είχε χαμηλότερης συχνότητας επεξεργαστή ξεχώριζε στα γραφικά και στον ήχο από τους υπόλοιπους επειδή ήταν ο μόνος που είχε ξεχωριστούς επεξεργαστές για τα γραφικά (VIC II) , και τον ήχο (SID) που ασφαλώς του πρόσφεραν υψηλότερη ανάλυση (320χ200 με 16 χρώματα αντί της 256 x 192 με 8 χρώματα του spectrum ή της 320 x 200 με 4 χρώματα του Amstrad) και καλύτερο ήχο.
Τα μηχανήματα αυτά δεν ήταν αναβαθμίσιμα όπως τα σημερινά, οπότε δεν γινόταν αλλαγές επεξεργαστών ή μνήμης, και ασφαλώς δεν μιλάμε για κάρτες γραφικών ή ήχου όπως σήμερα, αφού μόνο ο C= 64 είχε ξεχωριστά, αλλά και πάλι μη αναβαθμίσιμα, τσιπάκια για αυτές τις εργασίες.
Επίσης μια άλλη «διαμάχη» που έχει περάσει στην ιστορία έχει να κάνει με τα πλήκτρα γομολάστιχες των Spectrum, γιατί τα πλήκτρα του ήταν από υλικό όπως οι γνωστές μας σβήστρες. Τώρα που το σκέφτομαι όμως τουλάχιστον το μαύρο design του spectrum και του amstrad, αν μη τι άλλο ήταν πρωτοποριακά και «επαναστατικά» για την εποχή τους, σε αντίθεση με το κλασικό καφέ των Commodore.
Εγώ ήμουν από τους τυχερούς γιατί δούλεψα και με τους 3 υπολογιστές αυτούς, μια και ένας ξάδερφος μου είχε τον Amstrad 6128 και όποτε πήγαινα από το σπίτι του τον έψαχνα, και τον ZX spectrum όπως προανέφερα τον είχε ένας φίλος που μας τον δάνειζε κάθε τόσο για δοκιμές, αν και εκεί για να είμαι ειλικρινής μόνο παιχνίδια παίζαμε… και φορτώναμε ή γράφαμε στην basic κανένα παιχνίδι από περιοδικό.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσω ότι τα περιοδικά πληροφορικής (Pixel και Micromad αγόραζα τότε και μετά PC Master που είναι το μόνο που υπάρχει ακόμα) τότε δεν έδιναν CD ή DVD (που δεν υπήρχαν) αλλά είχαν άρθρα (listing) με κώδικα π.χ. σε Commodore basic, τον οποίο αν ήθελες τον έγραφες στον υπολογιστή σου τον έτρεχες και έπαιζες το παιχνίδι ή έβλεπες την εφαρμογή. 🙂
Οι «καυγάδες» όπως καταλαβαίνετε τότε γινόταν γιατί δεν δημοσίευσε π.χ. το PIXEL κώδικα για Commodore και είχε μόνο για Spectrum και Amstrad και αντίστροφα…
Δισκέτες έδιναν αργότερα, όταν άρχισαν να πουλάνε αρκετά τα πρώτα PC…
Τότε ασφαλώς δεν υπήρχε και το διαδίκτυο ώστε να ψάξεις να βρεις κώδικα από παιχνίδια ή εφαρμογές για να τις τρέξεις στον υπολογιστή σου και έτσι βολευόμασταν με ότι ανταλλάσσαμε μεταξύ μας, από κώδικα που γράφαμε εμείς (όσοι ασχολούμαστε τότε με το «άθλημα») ή βρίσκαμε από περιοδικά ή αγοράζαμε αντίγραφα (τότε σπάνια έβρισκες original παιχνίδια σε κασέτες 🙂 ) από τα λιγοστά καταστήματα υπολογιστών που έβγαζαν ασφαλώς περισσότερα χρήματα από την πώληση των αντιγράφων των παιχνιδιών παρά από την πώληση των ίδιων των υπολογιστών. Η αντιγραφή γινόταν με διπλά κασετόφωνα ακόμα και στα κασετόφωνα που έπαιζαν μουσική 🙂 αφού ο τρόπος εγγραφής ήταν ουσιαστικά «ηχητικός» (αναλογικός).
Επειδή στην αγορά κυρίαρχα ήταν τα spectrum, είχαν δηλαδή τους περισσότερους χρήστες, ήταν και φθηνά και από τα πρώτα στην Ελληνική και στην παγκόσμια αγορά, είναι λογικό πως τα περισσότερα παιχνίδια κυκλοφορούσαν για αυτά, αμέσως μετά για τους Commodore και τέλος για τους Amstrad. Πολλοί μάλιστα κατασκευαστές έβγαζαν διαφορετικές εκδόσεις και για τα 3 αυτά μηχανήματα με εμφανείς τις περισσότερες φορές διαφορές μεταξύ των εκδόσεων που συνήθως άναβαν φωτιές και διαμάχες μεταξύ των τριών «φυλών» για το ποια έκδοση είναι η καλύτερη.
Επίσης επειδή εκείνη την εποχή λίγο πολύ όλοι χρησιμοποιούσαν τις basic των υπολογιστών τους, μια άλλη «μόδα» την οποία και εγώ ακολούθησα, ήταν αυτή των «επεμβάσεων» στα παιχνίδια χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές disassembly (για να το αποκαλέσω απλά «αποκωδικοποίηση») ή ακόμα και hardware μεθόδους όπως κάποια cartridges * που είχα πάρει εγώ (Final Cartridge και action replay – απορώ που θυμάμαι ακόμα τα ονόματα τους!) με τα οποία όσο έπαιζες κάποιο παιχνίδι και επειδή αυτό φορτωνόταν στην μνήμη, λόγο έλλειψης σκληρών δίσκων (που τέτοια πράγματα τότε), σου το πάγωνε και έβγαζε ένα δικό του μενού από το οποίο μπορούσες να ψάξεις στον assembly κώδικα του παιχνιδιού, (όπου assembly ας το πούμε σαν μια γλώσσα λίγο πιο πάνω από τα 0 και 1 της γλώσσας μηχανής των υπολογιστών) και να επέμβεις, δηλαδή να τον αλλάξεις.
Η μέθοδος ήταν σχετικά απλή και ισχύει ακόμα και σήμερα με μικρές παραλλαγές στα γνωστά trainers ή cheaters όπως τα αποκαλούν σήμερα οι μοντέρνοι gamers Έπαιζες για παράδειγμα ένα παιχνίδι που είχε ζωές που ξεκινούσαν ας πούμε από 5 και κάθε φορά που έχανες μειωνόταν κατά μια. Έψαχνες λοιπόν στον φορτωμένο στην μνήμη κώδικα του παιχνιδιού να δεις σε ποιο σημείο του κώδικα ορίζεται μια default τιμή 5 και σε ποιο σημείο μειώνεται αυτή η τιμή κατά ένα και απενεργοποιούσες την ρουτίνα αυτή και με αυτόν τον τρόπο αποκτούσες άπειρες ζωές, χρόνο, ενέργεια ή ότι άλλο είχε το παιχνίδι.
* Για να μη το ξεχάσω επειδή είναι λίγο περίεργη η ορολογία, cartridges ήταν μικρές συσκευές τις οποίες τις συνέδεες στην πίσω μεριά των «μονάδων» των υπολογιστών αυτών όπως σήμερα συνδέεται για παράδειγμα έναν εκτυπωτή, ή την οθόνη σας και πρόσφεραν νέες δυνατότητες ανάλογα με το εκάστοτε cartridge.
Όσοι δεν είχαν τέτοιου είδους Cartridges θα έπρεπε να βρουν τρόπο να «σπάσουν» το παιχνίδι που δεν τους άφηνε να το διακόψουν στην μέση (αφού τα περισσότερα είχαν τέτοιο κλείδωμα) και να βγουν σε γραμμή εντολών όπου φόρτωναν τον dissasembler τους, έκαναν τις αλλαγές και έπειτα συνέχιζαν το παιχνίδι. Αυτό συνήθως γινόταν δημιουργώντας TSR (terminate but stay resident) προγραμματάκια, δηλαδή προγράμματα που παρέμεναν ενεργά στην μνήμη και ενεργοποιούνταν με το πάτημα του πλήκτρου που όριζε ο προγραμματιστής τους και έκαναν όλο το κόλπο. Τέτοιου είδους προγράμματα είναι και τα σημερινά trainers που πολλοί από εσάς κατεβάζετε για να «κλέβετε» στα παιχνίδια που κυκλοφορούν.
Μάλιστα οι «hardcore» τότε χρήστες, αγοράζαμε και βιβλία ειδικά για τους επεξεργαστές του υπολογιστή μας σε επίπεδο assembly, είτε για να μάθουμε τα βασικά είτε για να γράψουμε κώδικα απευθείας σε assembly.
Έχουν περάσει στην ιστορία τα demos που έχουν γραφεί και για τους 3 αυτούς υπολογιστές, με σαφώς καλύτερα αυτά του Commodore (και εννοείται έπειτα της Amiga) που στην ουσία ήταν αυτά που δημιούργησαν και την demoscene που συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει ακόμα και για τους σημερινούς υπολογιστές. Μάλιστα για την ιστορία να αναφέρω πως τα τρισδιάστατα γραφικά που έχουν σήμερα σχεδόν όλα τα παιχνίδια, τα οφείλουμε στην demoscene και συγκεκριμένα στο group της apogee που κάποια στιγμή αποφάσισε να κυκλοφορήσει το Doom, το παιχνίδι που έγραψε ιστορία και έδωσε την τρίτη διάσταση στα σημερινά παιχνίδια. Σαφώς και είχαμε και άλλες απόπειρες πριν, αλλά καμιά δεν γνώρισε την επιτυχία του Doom που πρωτοκυκλοφόρησε ως shareware !
Τα demos αυτά χρησιμοποιούσαν στο έπακρο τις δυνατότητες του κάθε υπολογιστή της εποχής εκείνης και έκαναν «θαύματα» με ελάχιστα bytes μνήμης (ναι bytes) που ακόμα και σήμερα θα τα ζήλευαν πολλοί.
Ο Amstrad είχε ίσως την καλύτερη Basic (Locomotive basic) που τον έκανε «καλύτερο» για πιο σοβαρή χρήση και πιο «επαγγελματικές» εφαρμογές. Η πιο δύσκολη Basic ήταν του Commodore με εντολές που έφταναν σε κλήσεις διευθύνσεων μνήμης (peek και poke που μας κορόιδευαν!). Ο spectrum είχε σχετικά καλή basic αλλά προσωπικά ποτέ δεν με ενθουσίασε, αν και είχα δει αρκετά καλές εφαρμογές γραμμένες για αυτήν…
Τότε βέβαια ακόμα και τα παιχνίδια που γράφαμε και για τα 3 μηχανήματα, συνήθως χρησιμοποιούσαν text χαρακτήρες αντί για γραφικά… π.χ. αν έφτιαχνες ένα «pacman» σε basic δεν έβαζες γραφικά αλλά τον χαρακτήρα «C» και «O» να εναλλάσσεται γρήγορα ώστε να δημιουργεί την αίσθηση του pacman 🙂 και άλλες τέτοια «αλχημείες»…
Υπήρχαν και προγραμματάκια με γραφικά τα οποία ξέρετε πως δούλευαν;;; (τουλάχιστον στον C= που δούλεψα εγώ και θυμάμαι μια τεχνική)… άλλαζες την ενσωματωμένη γραμματοσειρά που π.χ. ήταν 12 χ 12 pixels με δικό σου σχέδιο, και μετά στο κώδικα σου ένωνες π.χ. αρκετούς χαρακτήρες για να δείξεις ένα ολόκληρο γραφικό… για παράδειγμα φανταστείτε έναν πίνακα 5 γραμμών επί 7 στηλών που περιέχουν διαφορετικούς χαρακτήρες, όπου ο κάθε χαρακτήρας έχει αλλάξει (τον έχουμε σχεδιάσει) από εμάς. Αντί για παράδειγμα για Α βγαίνει ένα άλλο σχέδιο, ένα άλλο σχέδιο για το Β και μετά τα βάζουμε δίπλα δίπλα και έχουμε μια ενιαία εικόνα…
Πραγματικά ήταν εντελώς διαφορετική εποχή, με διαφορά ήθους και συνεννόησης μεταξύ των χρηστών οι οποίοι στον μεγαλύτερο βαθμό συμπεριφερόταν σαν να είχαν ένα κοινό χόμπι όπου αντάλλασσαν εμπειρίες και το διασκέδαζαν και όχι ως εχθροί σε πόλεμο που διαλέγουν πλευρά (είτε αυτό έχει να κάνει με λογισμικό, είτε με hardware).
Τέλος να τονίσω ότι υπάρχουν εξομοιώσεις για τους περισσότερους από αυτούς τους παλιούς υπολογιστές, δηλαδή δωρεάν συνήθως προγράμματα που τα κατεβάζετε από το internet στο δίσκο του υπολογιστή σας, τα τρέχετε και εξομοιώνουν ολόκληρο το λειτουργικό και το περιβάλλον γενικότερα αυτών των υπολογιστών, όπως και πάρα πολλά sites που επίσης δωρεάν προσφέρουν download με παιχνίδια ή εφαρμογές που κυκλοφορούσαν για τους υπολογιστές αυτούς τα οποία μπορούν να φορτωθούν μέσα από τις εξομοιώσεις και να τρέξουν κανονικότατα.
Μάλιστα όπως είδα έχουν κυκλοφορήσει εξομοιώσεις και για Pocket PCs και πιθανών και για Smartphones, πράγμα που σημαίνει πως μπορείτε να έχετε για παράδειγμα στο κινητό σας έναν κανονικό Commodore 64 με τα παιχνίδια του.
Για παράδειγμα: C64 Emulator for Pocket PC ( http://www.clickgamer.com/moreinfo.htm?pid=4 )
Χρήσιμοι σύνδεσμοι :
http://www.old-computers.com/museum/ (Ίσως το καλύτερο site «ηλεκτρονικό μουσείο» υπολογιστών)
http://www.obsoletecomputermuseum.org
Commodore:
http://www.c64.com/
http://www.lemon64.com/
http://www.c64.org/
Spectrum:
http://www.worldofspectrum.org/
http://www.clive.nl/detail/22580/
Amstrad:
http://www.obsoletecomputermuseum.org/amstrad/
http://www.amstrad.dk/